ἐθνάρχης — ruler of a tribe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθνάρχης — ο 1. ο αρχηγός του έθνους. 2. τίτλος που απονέμεται από αλύτρωτους στο θρησκευτικό τους αρχηγό, επειδή αυτός εργάζεται για την ελευθερία τους: Ο εθνάρχης Κύπρου Μακάριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθνάρχαι — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc nom/voc pl ἐθνάρχᾱͅ , ἐθνάρχης ruler of a tribe masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχῶν — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνάρχαις — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνάρχην — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνάρχου — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνάρχῃ — ἐθνάρχης ruler of a tribe masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνάρχας — ἐθνάρχᾱς , ἐθνάρχης ruler of a tribe masc acc pl ἐθνάρχᾱς , ἐθνάρχης ruler of a tribe masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ethnarch — (Εθνάρχης) refers generally to political leadership over a common ethnic group or heterogeneous kingdom. The word is derived from the Greek words for nation and leader ( έθνος and άρχων ).AntiquityThe generic title (not a formal style) of… … Wikipedia